Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Στον καθρεύτη...

   Κοιτάχτηκε στον καθρεύτη. Το έκανε κάθε πρωί, κομμάτι της καθημερινής ρουτίνας, αλλά σήμερα όλα ήταν ξεκάθαρα. Σαν το γυαλί να μπορούσε να διπεράσει την επιδερμίδα, ακόμα και έτσι, χωρίς αιχμή. Μία γρατζουνιά -όταν ήταν μόλις δέκα- μία μελανιά -μόνο πόνος η ανάμνησή της- . Το πρόσωπο δεν ήταν καθαρό, σκιά ζωής δύσκολης, με χαρές, λύπες, πόνο, ευτυχία.
   Ήξερε, ήταν η τελευταία μέρα που θα κοίταζε τον καθρεύτη, η τελευταία μέρα που θα έβλεπε τον κόσμο. Ο χρόνος είχε φτάσει να τον παρασύρει μακρυά, εκεί που οι αισιόδοξοι πίστευαν σε άλλη μία ευκαιρία και οι ρεαλιστές ήξεραν πως ήταν το τέλος.
   Απέσυρε τη γέρικη ματιά από τον καθρεύτη και κοίταξε γύρω. Κάδρα από ανθρώπους που προκάλεσαν τις πληγές, κάδρα από ανθρώπους που βοήθησαν στην επούλωση. Όλοι κομμάτια, όλοι αιτίες για αυτό που έγινε. Πρόσφερε στους ανθρώπους αυτούς ένα φιλί και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Και με το πρώτο φως της αυγής, την ελπίδα που ποτέ δε χάνεται, έφυγε με το χαμόγελο ένα ακόμα σημάδι στο πρόσωπο. 

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

A black hole

Περπάταγε μέσα στο δάσος με την άσπρη της ποδιά απόδειξη αθωότητας. Κούναγε το καλαθάκι της καθώς ένα ξέφρενο σφύριγμα ξέφευγε από το πλούσιο στόμα της. Το δάσος ακολουθούσε τη σκιά της, μεγαλωμένη μέσα στην καρδιά του, παραπάνω από κόρη, λιγότερο από βασίλισσα. Αλλά είχε έρθει η ώρα να της φορέσει το στέμα. 
Χωρίς να γνωρίζει συνέχιζε τον δρόμο της όταν τα πάντα σκοτείνιασαν, ο δρόμος χάθηκε, το μυαλό της πάγωσε. Τυφλά ζήτησε τη βοήθεια του δάσους αλλά εκείνο απομακρύνθηκε, και ένα κλαρί άφησε το πρώτο κόκκινο μονοπάτι στο σώμα της. Μία μεγάλη μαύρη τρύπα άνοιξε μπροστά στα πόδια της και παρόλο που φώναξε για βοήθεια μέχρι που ο αέρας δεν ήταν αρκετός, δεν βοηθήθηκε και η τρύπα την κατάπιε. 
Άνθρωποι την περίμεναν από την άλλη μεριά, εκείνοι που οι δικοί της πάντα της έλεγαν να αποφεύγει. Να μένει μέσα στο δάσος, πως δεν πρέπει να συναναστρέφεται μαζί τους. Τους το είπε προσπαθώντας να καλυφθεί.
"Σοβαρά γλυκιά μου;" έδειξαν το ρυάκι αίματος στο κορμί της. "Αυτοί νοιάζονται για 'σένα;" 
Ένας ξεχώρισε από το πλήθος και της έκοψε την μία τιράντα. Αμέσως το άσπρο φουστάνι έπεσε.
"Αυτοί που σε έκαναν τόσο εύθραυστη;"
"Καλωσήρθες γλυκιά μου σε έναν πραγματικό κόσμο"
Δέχτηκε. Και έζησε μία ζωή γεμάτη συγκινήσεις. Ποτέ δεν φόρεσε το στέμα του δάσους και εκείνο δεν έψαξε για εκείνη. Αλλά κάποιοι την αναζήτησαν και ένα κομμάτι του δάσους σκοτείνιασε από θλίψη και νοσταλγία...  

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Neverland

Ξυπνάω, μιλάω, γελάω, τρώω, κοιμάμαι. Ξανά και ξανά, με τις λεπτομέρειες ένα συνεχή καταρράκτη, τον μόνο που ξεδιψά το ενδιαφέρον μου. Ναι, είμαι συνηδητοποιημένη. Αυτή είναι η ζωή, ο καταρράκτης το διαμάντι της. Με ψυχρό προσωπείο την καλημερίζω, αλλά εκείνο μαλακώνει. Μαλακώνει όταν οι τελευταίες ακτίνες της ημέρας χάνονται, τα όνειρα αποκτούν ρίζες και οι επιθυμίες παρασύρονται από τον ψίθυρο της νύχτας. Αυτές οι βραδινές ώρες είναι η χαρά μου. Η στιγμή μου. Κανείς δεν τις αγγίζει χωρίς την άδειά μου, αλλά και πάλι κανείς δε μένει μόνιμα. Είμαι ελεύθερη, για λίγες στιγμές πετάω, μακρυά από όλους και από όλα, στην κατάδική μου μικρή νησίδα που έχω δημιουργήσει. Δεν υπάρχει το πρόσωπο του χρόνου να πιέζεται ασφυκτικά πάνω στο δικό μου, δεν ακούω πια το τικ-τοκ του, χαμένο για πάντα στην κοιλιά ενός κροκοδείλου. Γελάω καθώς βρήκα το ελιξείριο. Μένω για πάντα νέα. Βρήκα την δικιά μου Neverland, το δικό μου μέρος που οι αναστεναγμοί δεν έχουν θέση. 
Oh, my Neverland!