Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Μου λείπεις



Γιατί;
Ποιο ήταν το λάθος, φταίω εγώ ή εσύ;
Φταίμε και οι δύο;
Απλά να είχα το θάρρος να ρωτήσω.
Εσένα. Τι σκεφτόσουν;
Όταν μιλάγαμε, όταν γελάγαμε,
Όταν μοιραζόμασταν στιγμές της ζωής μας
Γιατί με άφησες πίσω;
Γιατί με ξέγραψες;
Ταξίδευα στις σκέψεις σου;
Ίσα για ένα δεύτερο, για ένα χτύπο της καρδιάς
Απλά να είχα το θάρρος να ρωτήσω.
Τώρα ξέρω πως δε θα μάθω.
Η ευκαιρία πέταξε.
Πού κάναμε το λάθος;
Με έκανες να λάμπω
Τώρα σβήνω σαν κερί.
Και μου λείπουν οι συζητήσεις,
Οι ώρες οι βαρετές.
Πίστεψα σε μας, μου έδωσες κάθε λόγο να
Και τώρα αυτό μου έχει μείνει
Να σε νιώθω μέσα από τα γραπτά,
Γιατί ξέρω πως τελείωσε.
Αλλά δε νιώθω έτσι.
Απλά να είχα το θάρρος να ρωτήσω.
Τι μας συνέβη;

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

4/1/15

Γιατί στην τελική τι είμαστε; Μικρά πλάσματα σε έναν τεράστιο κόσμο, τοποθετούμε τον εαυτό μας στο κέντρο, γιατί πρέπει να ζήσουμε. Παίρνουμε αποφάσεις για τη συνέχεια, ονειρευόμαστε το αύριο.
Τι άμα φοβάσαι; Δεν ανοίγεσαι, κανείς δεν είναι ικανός να σου εμπνεύσει την εμπιστοσύνη, πορεύεσαι μόνος σου και ελπίζεις, ΕΛΠΙΖΕΙΣ, ότι όλα θα πάνε καλά. Ναι η ζωή είναι δύσκολη και πρέπει να πολεμήσεις.
Αλλά πολεμάς μόνος και αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο.
Μοιράζεσαι τη ζωή με φίλους και οικογένεια, αλλά όχι τον κόσμο σου.
Φοβάσαι, φοβάσαι, ΦΟΒΑΣΑΙ.
Και το βράδυ αγκαλιάζεις σφιχτά τον εαυτό σου, όταν τα φώτα είναι κλειστά και ο αργός ρυθμός ενός τραγουδιού σε λυγίζει. Και κλαις στην ίδια σου την αγκαλιά.
Τι είδους αρρώστια είναι αυτό;

4/1/15

Η κασέτα

Δυνάμωσα τον ήχο στη μουσική του αυτοκινήτου μου. Τόσο, που οι γύρω οδηγοί έκλεισαν τα αυτιά τους και τα δικά μου τύμπανα ήταν έτοιμα να σπάσουν. Τραγούδαγα μέχρι που ένιωσα σαν τα πέταλα ενός τριαντάφυλλου που μόλις ξεμύτισε στον ήλιο, δυνατή και έτοιμη για ζωή. Αλλά καθώς τραγούδαγα στίχους βροχή από αισθήματα, επιθυμίες και όνειρα, ο λαιμός με έγδερνε, μάτωσα σε όλο μου το σώμα. Κραυγές που δεν γνώρισαν τη ζεστασιά ενός αγγίγγματος έβγαιναν από μέσα μου και ασυνείδητα πάταγα την κόρνα, σαν να έφταιγε εκείνη για τον χαμό των συναισθημάτων μου. 
Την χτύπαγα ξανά και ξανά. Ματωμένη. Απελπισμένη. 
Και τότε όλα ησύχασαν. Η μουσική σταμάτησε και εγώ ούτε ένα τριαντάφυλλο, ούτε μία χαμένη ψυχή πλέον, έβγαλα την κασέτα από το ραδιόφωνο. 
Εκείνη τη χαλασμένη, με ξεθωριασμένη ετικέτα κασέτα που έπαιζε σε replay από τότε... τότε... από πότε άραγε;   

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Δεεεεν ξερω

   Εκείνες οι μέρες που τα συναισθήματα είναι σαν τις βροχερες νύχτες. Είσαι μόνη και αυτό είναι που κάνει την καρδιά σου να σφίγγεται. Όχι μόνο σωματικά, αλλά και πνευματικά. Ζητάς την παρηγοριά στα λόγια ανθρώπων που θες τόσο πολύ να είναι στη ζωή σου. Αλλά πληγώνεσαι όταν απλώνεις τα χέρια σου να αρπάξεις τη ζεστασιά τους, το γέλιο τους και καταλήγεις με δάχτυλα διάπλατα και νύχια προτεταμένα. Και γρατζουνάς τα μπράτσα σου, το στήθος σου, αλύπητα, γιατί, ποια είναι αυτή στο σώμα σου; Ποιος γελάει με την τύχη σου; Ποιος την ελέγχει; Δεν μπορούν να σε παρηγορήσουν, καταλήγουν να σε πληγώνουν περισσότερο, μάλλον όχι εκείνοι εσενα, εσύ τον εαυτό σου. Με τις ελπίδες, του φόβους και τα όνειρα, εκείνη την πεποίθηση πως δεν έχεις πια δάκρυα να χύσεις. Ακόμα δεν έχεις βρει τη ζεστή αγκαλιά, και τότε που νόμιζες πως δεν υπήρχε πια λόγος να ζήσεις στα όνειρα, τα είχες αποθήσει -ωωωω άθλος μεγάλος για 'σένα, μπράβο!- εκεί γυρνάς πάλι. Στα παλιά, γνωστά λημέρια. Και σε ηρεμεί η φωνή ενός ατόμου που δε σε νοιάζει και τόσο. Μάλλον επειδή αυτός δεν μπορεί να σε πληγώσει... Η ζωή μού χρωστάει κάτι και το έχει ξεχάσει...

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Αυτό το συναίσθημα

Όταν θες να χαθείς στον πάτο του μπουκαλιού
Όταν βυθίζεσαι στην σκοτεινή λίμνη και δεν μπορείς να κολυμπήσεις για να βγεις
Όταν θες να περπατήσεις και να περπατήσεις χωρίς προορισμό μέχρι να ματώσουν τα πόδια σου
Όταν βλέπεις το μέλλον σου σαν μία λευκή σελίδα και σου λείπουν τα απαραίτητα για να τη γεμίσεις
Όταν θες να τρέξεις για να ξεφύγεις από τις σκέψεις σου
Όταν οι επιθυμίες παίρνουν σάρκα και σε πνίγουν
Όταν καταλαβαίνεις πως τα στηρίγματα της ζωής σου δεν σου προσφέρουν στήριγμα
Όταν θες να δωθείς στα δάκρυα αλλά φοβάσαι πως θα πνιγείς
Όταν κλείνεσαι ακόμα περισσότερο στη φυλακή του εαυτού σου
Όταν τα όνειρα σβήνουν

Όταν, όταν, όταν..... Στο σχολείο μάθαμε πως όταν χρησιμοποιείται το ''όταν'' πρέπει μετά να καταλήξουμε σε κάποιο αποτέλεσμα. Σε αυτό το συναίσθημα δεν καταλήγεις. Ξυπνάς με αυτό, κοιμάσαι με αυτό και περνάς όλο σου το χρόνο για να το εξαλείψεις. Γιατί θυμάσαι πως ήσουν χωρίς αυτό. Για μένα υπενθύμιση εκείνης της εποχής αποτελούν τα κείμενά μου. Κοιταζω τα παραπάνω. Χάνομαι.... 
https://pbs.twimg.com/profile_images/1851727225/image.jpg
http://oxun.ge/uploads/posts/2011-10/1318172521_tumblr_lspbzldjd61r4qhsho1_500.jpg

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Στον καθρεύτη...

   Κοιτάχτηκε στον καθρεύτη. Το έκανε κάθε πρωί, κομμάτι της καθημερινής ρουτίνας, αλλά σήμερα όλα ήταν ξεκάθαρα. Σαν το γυαλί να μπορούσε να διπεράσει την επιδερμίδα, ακόμα και έτσι, χωρίς αιχμή. Μία γρατζουνιά -όταν ήταν μόλις δέκα- μία μελανιά -μόνο πόνος η ανάμνησή της- . Το πρόσωπο δεν ήταν καθαρό, σκιά ζωής δύσκολης, με χαρές, λύπες, πόνο, ευτυχία.
   Ήξερε, ήταν η τελευταία μέρα που θα κοίταζε τον καθρεύτη, η τελευταία μέρα που θα έβλεπε τον κόσμο. Ο χρόνος είχε φτάσει να τον παρασύρει μακρυά, εκεί που οι αισιόδοξοι πίστευαν σε άλλη μία ευκαιρία και οι ρεαλιστές ήξεραν πως ήταν το τέλος.
   Απέσυρε τη γέρικη ματιά από τον καθρεύτη και κοίταξε γύρω. Κάδρα από ανθρώπους που προκάλεσαν τις πληγές, κάδρα από ανθρώπους που βοήθησαν στην επούλωση. Όλοι κομμάτια, όλοι αιτίες για αυτό που έγινε. Πρόσφερε στους ανθρώπους αυτούς ένα φιλί και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Και με το πρώτο φως της αυγής, την ελπίδα που ποτέ δε χάνεται, έφυγε με το χαμόγελο ένα ακόμα σημάδι στο πρόσωπο. 

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

A black hole

Περπάταγε μέσα στο δάσος με την άσπρη της ποδιά απόδειξη αθωότητας. Κούναγε το καλαθάκι της καθώς ένα ξέφρενο σφύριγμα ξέφευγε από το πλούσιο στόμα της. Το δάσος ακολουθούσε τη σκιά της, μεγαλωμένη μέσα στην καρδιά του, παραπάνω από κόρη, λιγότερο από βασίλισσα. Αλλά είχε έρθει η ώρα να της φορέσει το στέμα. 
Χωρίς να γνωρίζει συνέχιζε τον δρόμο της όταν τα πάντα σκοτείνιασαν, ο δρόμος χάθηκε, το μυαλό της πάγωσε. Τυφλά ζήτησε τη βοήθεια του δάσους αλλά εκείνο απομακρύνθηκε, και ένα κλαρί άφησε το πρώτο κόκκινο μονοπάτι στο σώμα της. Μία μεγάλη μαύρη τρύπα άνοιξε μπροστά στα πόδια της και παρόλο που φώναξε για βοήθεια μέχρι που ο αέρας δεν ήταν αρκετός, δεν βοηθήθηκε και η τρύπα την κατάπιε. 
Άνθρωποι την περίμεναν από την άλλη μεριά, εκείνοι που οι δικοί της πάντα της έλεγαν να αποφεύγει. Να μένει μέσα στο δάσος, πως δεν πρέπει να συναναστρέφεται μαζί τους. Τους το είπε προσπαθώντας να καλυφθεί.
"Σοβαρά γλυκιά μου;" έδειξαν το ρυάκι αίματος στο κορμί της. "Αυτοί νοιάζονται για 'σένα;" 
Ένας ξεχώρισε από το πλήθος και της έκοψε την μία τιράντα. Αμέσως το άσπρο φουστάνι έπεσε.
"Αυτοί που σε έκαναν τόσο εύθραυστη;"
"Καλωσήρθες γλυκιά μου σε έναν πραγματικό κόσμο"
Δέχτηκε. Και έζησε μία ζωή γεμάτη συγκινήσεις. Ποτέ δεν φόρεσε το στέμα του δάσους και εκείνο δεν έψαξε για εκείνη. Αλλά κάποιοι την αναζήτησαν και ένα κομμάτι του δάσους σκοτείνιασε από θλίψη και νοσταλγία...